- μπρατσόλι
- το1. στήριγμα ανακλίντρου ή πολυθρόνας πάνω στο οποίο αυτός που κάθεται ακουμπά τον βραχίονα ή τον αγκώνα του2. ναυτ. χαλύβδινο στέλεχος με σχήμα αμβλείας γωνίας, που ενώνει το καμάρι και την πόστα στα πλευρά τού σκάφους ή άλλα τμήματα τού σκάφους που σχηματίζουν γωνία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. brazzoli].
Dictionary of Greek. 2013.